- βαθύζωνος
- (Α βαθύζωνος, -ον)(για γυναίκα) χαμηλά ζωσμένη, με τη ζώνη χαμηλά, στη μέση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθύζωνος — deep girded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύζωνος — η, ο εκείνος που έχει χαμηλά τη ζώνη: Το άγαλμα στην πλατεία παρασταίνει μια βαθύζωνη κόρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθύζωνον — βαθύζωνος deep girded masc/fem acc sg βαθύζωνος deep girded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνοιο — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνοις — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνοισιν — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνου — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνους — βαθύζωνος deep girded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνων — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνῳ — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)